- κατανεμητής
- ο [κατανέμω]1. αυτός που κατανέμει, που διαμοιράζει2. συσκευή τού τηλεφωνικού κέντρου η οποία χρησιμεύει για να συνδέει τις εξωτερικές γραμμές τών συνδρομητών με τους αντίστοιχους αριθμούς τού κέντρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek